κακοστόματος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
κακοστόματον, foul-mouthed, foulmouthed, sens. obsc., = Lat. fellator, headmouth, cocksucker, blower, sperm hoover, blowjober, AP11.155 (Lucill.).
Greek Monolingual
κακοστόματος, -ον (Α)
1. μτφ. αυτός που έχει ρυπαρό στόμα, άσεμνη γλώσσα
2. (κατ' άλλη ερμηνεία) αυτός που έχει γεμάτο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + στόμα, -ατος].
Translations
foul-mouthed
Arabic: بَذِيء اللِّسَان; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; English: bawdy, foulmouth, foulmouthed, foul-mouthed, foul-spoken, gutter mouth, guttermouth, obscene, pottymouthed, potty-mouthed, scurrilous, smutty; Finnish: rääväsuinen; French: mal embouché; German: unflätig, mit Schimpfwörtern um sich werfend; Greek: αθυρόστομος, αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος, βρωμόστομος; Ancient Greek: αἰσχεόμυθος, αἰσχεορήμων, αἰσχεόφημος, αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, αἰσχρορρήμων, αἰσχρόστομος, βρωμολόγος, κακοστόματος, κακόστομος, κακόφημος, μιαρόγλωσσος, στόμαργος; Italian: sboccato, scurrile; Latin: maledicax; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: desbocado; Scots: roch; Spanish: malhablado, desbocado, deslenguado, lenguaraz; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt
fellator
Arabic: لَاعِقُ القَضِيب; French: fellateur, fellateuse; German: Schwanzlutscher, Schwanzlutscherin; Ancient Greek: αἰσχρολοιχός, αἰσχροποιός, ἀρρητοποιός, κακοστόματος, λαικαστής; Latin: fellator; Russian: минетчик, минетчица, хуесос, хуесоска; Spanish: felador
fellatrix
Arabic: لَاعِقَةُ القَضيب; Finnish: suihinottaja; French: fellateuse; German: Schwanzlutscherin; Greek: τσιμπουκλού; Ancient Greek: αἰσχρολοιχός, αἰσχροποιός, ἀπομύζουρις, ἀρρητοποιός, κακοστόματος, λαικάστρια, μύζουρις; Latin: fellatrix; Russian: минетчица, хуесоска; Spanish: feladora, felatriz; Swedish: kuksugerska