αἰσχροπαθής

English (LSJ)

αἰσχροπαθές, submitting to foul usage, Ph.2.268.

Spanish (DGE)

-ές
1 afeminado, homosexual pasivo Ph.2.268.
2 vergonzoso πρὸς ὀχείαν καὶ αἰσχροπαθῆ κολακείᾳ το[ ... ] κύων Didym.in Zach.5.211.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχροπᾰθής: -ές, ὑποκείμενος εἰς αἰσχρὰν καὶ κακοήθη μεταχείρισιν, Φίλων, 2. 268.

Greek Monolingual

αἰσχροπαθής (-οῦς), -ές (Α)
εκείνος που τον μεταχειρίζονται για αισχρές πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + παθὴς < ἔπαθον, πάσχω.
ΠΑΡ. μσν. αἰσχροπάθεια.

German (Pape)

ές, Schändliches duldend, Philo.