vergonzoso
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Spanish > Greek
αἰσχροπαθής, ἐλεγχής, ἄδοξος, ἄμορφος, δυσπρόσοπτος, αἰσχρός, ἀπόρρητος, αἰσχυντηλός, ἐντράπελος
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
αἰσχροπαθής, ἐλεγχής, ἄδοξος, ἄμορφος, δυσπρόσοπτος, αἰσχρός, ἀπόρρητος, αἰσχυντηλός, ἐντράπελος