αἰχμαλωτισμός

English (LSJ)

ὁ, = αἰχμαλωσία, Sch.Ar.Nu.186.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
cautiverio Herm.Vis.1.1.8, Sch.Ar.Nu.186a.

Greek Monolingual

αἰχμαλωτισμός, ο (Μ) αἰχμαλωτίζω
σύλληψη αιχμαλώτου, αιχμαλωσία.

German (Pape)

ὁ, Gefangennahme, Schol. Ar. Nub. 187.