αἰχμητά
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, Ep. collat. form of αἰχμητής, Il.5.197.
Spanish (DGE)
v. αἰχμητής.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
c. αἰχμητής.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
αἰχμητά: ὁ Hom. = αἰχμητής.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμητά: [ᾰ], ὁ, Ἐπ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ αἰχμητής, Ἰλ. Ε. 197.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
αἰχμητά: [ᾰ], ὁ,= Επικ. τύπος ισοδ. προς το αἰχμητής, σε Ομήρ. Ιλ.