αἱμακουρία
French (Bailly abrégé)
v. αἱμακορία.
English (Slater)
αἱμακουρία funeral sacrifice νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται, Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθεὶς τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. Βοιωτικὴ ἡ φωνή. Βοιωτοὶ γὰρ αἱμακουρίας τὰ τῶν νεκρῶν ἐναγίσματα λέγουσιν. Σ.) (O. 1.90)
Spanish (DGE)
(αἱμᾰκουρία) -ας, ἡ
ofrenda de sangre en honor a los muertos, Pi.O.1.90, Plu.Arist.21.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμακουρία -ας, ἡ αἷμα, κορέννυμι bloedoffer.