αἱμασιώδης

English (LSJ)

αἱμασιῶδες, like a αἱμασιά, Pl.Lg.681a.

Spanish (DGE)

-ες
como una tapia περίβολοι Pl.Lg.681a, cf. Hsch.s.u. ἀρπέζας.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰσιώδης: -ες, (εἶδος) = ὅμοιος αἱμασιᾷ, Πλάτ. Νόμ. 681Α.

German (Pape)

heckenartig, περίβολος Plat. Legg. III.681a.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰσιώδης: в виде изгороди (περίβολος Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμασιώδης -ες αἱμασιά als een stenen muur, alleen in. περιβόλους... αἱμασιώδεις stenen muren als omheining Plat. Lg. 681a.