dor. c. εἴπερ.
αἴπερ: дор. Theocr. = εἴπερ.
αἴπερ: Δωρ. ἀντὶ εἴπερ, Θεόκρ.
αἴπερ: Δωρ. αντί εἴπερ, σε Θεόκρ.