i.e. ἀϝετής, ές, (ἀ- copul., ἔτος) = αὐτοετής, Hsch.
-ές del mismo año Hsch.• Diccionario Micénico: au-u-te (??).
αὐετής: ὃ ἐ, ἀFετής, ές, (α ἀθροιστ. καὶ ἕτος) = αὐτοετής, Ἡσύχ.· ὡσαύτως ἀετής, «ἀετέα· τὰ τῷ αὐτῷ ἔτει γεννώμενα» ὁ αὐτ.
ο (Α)ο αετής.