αὐλήτης

English (LSJ)

αὐλήτου, ὁ, (αὐλή III), = αὐλίτης, Hsch.

Spanish (DGE)

v. αὐλίτης.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλήτης: -ου, ὁ, (αὐλή ΙΙΙ) ἴδε αὐλίτης.

Russian (Dvoretsky)

αὐλήτης: ου ὁ Her., Arph. = αὐλίτης.

German (Pape)

ὁ, der Meier, Verwalter des Viehhofes, Soph. frg. 445.