αὐλίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (αὐλή III) farm-servant, S.Fr.502, A.R.4.1487; cf. αὐλείτης, αὐλήτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): αὐλήτης Hsch.
• Prosodia: [-ῐ-]
criado encargado del ganado, mozo de granja S.Fr.502, A.R.4.1487, Hsch.
Russian (Dvoretsky)
αὐλίτης: ου (ῑ) ὁ скотник Soph.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (αὐλὴ ΙΙΙ), ἐργάτης ἐν ἐπαύλει, Σοφ. Ἀποσπ. 445· κοιν. γράφεται αὐλήτης, προσέτι καὶ αὐλείτης, ἃ ἴδε.
Greek Monolingual
αὐλίτης και αὐλείτης, ο (Α) αυλή
υπηρέτης αγροτικής κατοικίας.