αὐλακόεις

English (LSJ)

αὐλακόεσσα, αὐλακόεν, furrowed, Max.506.

Spanish (DGE)

(αὐλᾰκόεις) -εσσα, -εν con surcos, surcado, ἄρουρα Max.506.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλᾰκόεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων αὔλακας ἢ ὁ πλήρεις αὐλάκων, Μαξίμου π. καταρχ. 506.

Greek Monolingual

αὐλακόεις, -εσσα, -εν (Μ)
ο γεμάτος αυλάκια.

German (Pape)

εσσα, εν, gefurcht, z.B. ἄρουρα, Sp.