αὐταρχία

Greek (Liddell-Scott)

αὐταρχία: ἡ, ἀπόλυτος ἐξουσία, μοναρχία, Δίων Κ. 45. 1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ poder absoluto D.C.53.4.3, 54.12.2, Lyd.Mag.1.4.

German (Pape)

ἡ, Selbstherrschaft, D.Cass.