μοναρχία

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοναρχία Medium diacritics: μοναρχία Low diacritics: μοναρχία Capitals: ΜΟΝΑΡΧΙΑ
Transliteration A: monarchía Transliteration B: monarchia Transliteration C: monarchia Beta Code: monarxi/a

English (LSJ)

Ion. μουναρχίη, ἡ, monarchy, government by a single ruler, Alc.Oxy. 1789 Fr.12, A.Th.883 (lyr., pl.), Hdt.3.82; λαβὼν χώρας παντελῆ μ. S.Ant.1163, etc.; καὶ γὰρ κατέστησ' αὐτὸν (sc. τὸν δῆμον) εἰς μοναρχίαν E.Supp.352; ὦ μισόδημε καὶ μοναρχίας ἐραστά Ar.V.474; including βασιλική and τυραννική, Pl.Plt.291e: in plural, οἱ ἐν ταῖς μ. ὄντες Isoc.2.5, cf. Arist.Pol.1311a24, 1279a33, Rh.1365b37; of the Roman Dictator, Plu.Caes.37; supreme command, of a general, X.An.6.1.31.

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, die Alleinherrschaft, Herrschaft eines Einzigen; πικρὰς μοναρχίας ἰδόντες, Aesch. Spt. 863; Soph. Ant. 1148; Eur. Hipp. 1015 u. öfter; Ar. Vesp. 477; Plat. Polit. 302 d u. öfter; οἱ ἐν ταῖς μοναρχίαις ὄντες, = οἱ μόναρχοι, Isocr. 2, 5; – ion. μουναρχίη, Her. 3, 82 u. öfter. – Bei Xen. An. 5, 9, 31 ist es der alleinige Oberbefehl über das Heer.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 pouvoir monarchique, monarchie : χώρας παντελὴς μοναρχία SOPH pouvoir absolu sur un pays;
2 commandement en chef d'une armée ; à Rome pouvoir dictatorial.
Étymologie: μόναρχος.

Russian (Dvoretsky)

μοναρχία: ион. μουναρχίη
1 единодержавие, единовластие, монархия (λαβεὶν χώρας μοναρχίαν Soph.);
2 верховная власть, единоначалие (τοῦ στρατηγοῦ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μοναρχία: Ἰων. μουναρχίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ μοναρχικὴ διοίκησις, Ἡρόδ. 3. 82, Αἰσχύλ. Θήβ. 881· λαβὼν χώρας παντελῆ μ. Σοφ. Ἀντ. 1163, κτλ.· καὶ γὰρ κατέστησ’ αὐτὸν (ἐξυπ. τὸν δῆμον) εἰς μοναρχίαν Εὐρ. Ἱκέτ. 352· ὦ μισόδημε καὶ μοναρχίας ἐραστὰ Ἀριστοφ. Σφ. 474· περιλαμβάνει δὲ βασιλικήν καὶ τυραννικήν, Πλάτ. Πολιτικ. 302D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 5. 10, 37· ἐν χρήσει ὡς λέξις γενικὴ σημαίνουσα κυριαρχίαν ἢ κυβέρνησιν, αὐτόθι 3. 7, 3 καὶ 7, πρβλ. μόναρχος· ― ἐπὶ ἀρχιστρατήγου, ὅτι ταύτης τῆς μοναρχίας ἀπέχεσθαί με δεῖ Ξεν. Ἀν. 6. 1, 31· ἐπὶ τοῦ παρὰ Ρωμαίοις δικτάτωρος, Πλουτ. Καῖσ. 37.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μοναρχία, Α ιων. τ. μουναρχίη, Μ και μοναρχιά)
1. πολίτευμα σύμφωνα με το οποίο φορέας της πολιτικης εξουσίας είναι ένα φυσικό πρόσωπο, ο μονάρχης
2. σύστημα διακυβέρνησης κατά το οποίο αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης είναι ένα πρόσωπο με σχεδόν απεριόριστες εξουσίες που έχει τον τίτλο του βασιλιά και του αποδίδεται ειδική θρησκευτική και συμβολική σημασία
νεοελλ.
1. η εξουσία του μονάρχη
2. φρ. α) «απόλυτη μοναρχία» — μορφή πολιτεύματος στο οποίο υπέρτατο νόμο αποτελεί η θέληση του μονάρχη χωρίς να περιορίζεται από κάποια διάταξη
β) «συνταγματική μοναρχία» — μορφή πολιτεύματος στο οποίο οι εξουσίες του μονάρχη περιορίζονται από διατάξεις του Συντάγματος
γ) «κοινοβουλευτική μοναρχία» — μορφή πολιτεύματος σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη έναντι του κοινοβουλίου
δ) «μοναρχία ελέω Θεού» — θεοκρατική αντίληψη βάσει της οποίας οι διάφοροι μονάρχες και βασιλιάδες έχουν οριστεί από τον θεό να κυβερνούν τους λαούς
νεοελλ.-μσν.
κράτος το οποίο έχει μοναρχικό πολίτευμα
μσν.-αρχ.
το δόγμα της ύπαρξης ενός και μοναδικού θεού, το δόγμα του μονοθεϊσμού
αρχ.

Greek Monotonic

μοναρχία: Ιων. μουναρχίη, ἡ, νόμος, η αρχή του ενός, μοναρχία, απόλυτη κυριαρχία, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· λέγεται για αρχιστράτηγο, σε Ξεν.· λέγεται για τον Ρωμαίο Δικτάτορα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μοναρχία, Ionic μουναρχίη, ἡ, [from μοναρχέω
the rule of one, monarchy, sovereignty, Hdt., Trag., etc.:—of a general in chief, Xen.; of the Roman Dictator, Plut.

English (Woodhouse)

kingship

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

A monarchy is a form of government in which a person, the monarch, is head of state for life or until abdication. The political legitimacy and authority of the monarch may vary from purely symbolic (crowned republic), to restricted (constitutional monarchy), to fully autocratic (absolute monarchy), and can expand across the domains of the executive, legislative and judicial. A monarchy can be a polity through unity, personal union, vassalage or federation, and monarchs can carry various titles such as emperor, king, queen, raja, khan, caliph, tsar, sultan, shah, or pharaoh.

Wikipedia EL

Μοναρχία είναι μια μορφή διακυβέρνησης (πολίτευμα), στο οποίο μόνο ένα άτομο, ο μονάρχης, κρατάει την υπέρτατη αρχή του κράτους, εκτελώντας εθιμοτυπικά καθήκοντα και ενσωματώνοντας την εθνική ταυτότητα της χώρας. Παρόλο που ορισμένοι μονάρχες εκλέγονται, στις περισσότερες περιπτώσεις η θέση του μονάρχη είναι κληρονομική και διαρκεί μέχρι το θάνατο ή την παραίτησή του. Στις περιπτώσεις αυτές, η βασιλική οικογένεια ή τα μέλη της δυναστείας συνήθως ασκούν επίσημα καθήκοντα. Η πολιτική εξουσία του μονάρχη ενδέχεται να διαφέρει κατά περιπτώσεις, από καθαρά συμβολική (εστεμμένη δημοκρατία), σε μερική και περιορισμένη (συνταγματική μοναρχία, βασιλευόμενη δημοκρατία), μέχρι εντελώς απολυταρχική (απόλυτη μοναρχία).

Translations

monarchy

Afrikaans: monargie; Albanian: mbretëri, monarki; Arabic: مَلِكِيَّة; Armenian: միապետություն; Asturian: monarquía; Azerbaijani: monarxiya, padşahlıq, sultanlıq, təkərklik; Basque: monarkia; Belarusian: манархія; Bengali: রাজতন্ত্র; Breton: unpenniezh; Bulgarian: монархия; Burmese: မင်း၏အစိုးရခြင်း; Catalan: monarquia; Chinese Mandarin: 君主制; Corsican: munarchia, monarchia; Czech: monarchie; Danish: monarki; Dutch: monarchie; Erzya: вейкинязорксчи; Esperanto: monarkio, monarĥio; Estonian: monarhia; Faroese: kongsveldi; Finnish: monarkia; French: monarchie; Friulian: monarchie; Galician: monarquía; Georgian: მონარქია; German: Monarchie; Greek: μοναρχία; Ancient Greek: μοναρχία, μουναρχίη, τὸ μοναρχικόν, τυραννία, τυραννίς; Hebrew: מוֹנַרְכְיָה; Hindi: राजतन्त्र, बादशाहत; Hungarian: monarchia; Icelandic: konungsríki, konungdæmi; Ido: monarkio; Indonesian: monarki; Interlingua: monarchia; Irish: monarcacht; Italian: monarchia; Japanese: 君主制; Kazakh: монархия, патшалық; Khmer: រាជាធិបតេយ្យ; Korean: 군주제(君主制); Kurdish Northern Kurdish: monarşî, padîşahî, keyîtî; Kyrgyz: монархия, падышалык, жекебийлик; Lao: ຣາຊາທິປະໄຕ, ລາຊາທິປະໄຕ; Latvian: monarhija; Lithuanian: monarchija; Macedonian: монархија; Malay: monarki; Malayalam: രാജവാഴ്ച, രാജാധിപത്യം; Maltese: monarkija; Maori: arikitanga; Marathi: राजेशाही; Mongolian Cyrillic: эзэн хаант улс, хаант засаг; Norwegian Bokmål: monarki, kongedømme; Nynorsk: monarki; Occitan: monarquia; Pashto: پاچايي, بادشاهي, باچاهي, باچايي, پاچاهي, سلطنت; Persian: سلطنت, پادشاهی; Polish: monarchia; Portuguese: monarquia; Punjabi: ਬਾਦਸ਼ਾਹੀ; Romagnol: munarchì; Romanian: monarhie; Cyrillic: монархие; Russian: монархия; Samogitian: muonarkėjė; Sanskrit: एकप्रभुत्व; Scottish Gaelic: monarcachd; Serbo-Croatian Cyrillic: мона̀рхија; Roman: monàrhija; Slovak: monarchia; Slovene: monarhija; Spanish: monarquía; Swedish: monarki; Tagalog: monarkiya; Tajik: салтанат, монархия, хокимияти мутлақа, подшоҳӣ, подишоҳӣ; Tamil: முடியாட்சி; Tatar: монархия, патшалык; Telugu: రాచరికం; Thai: ราชาธิปไตย; Tibetan: རྒྱལ་སྲིད; Turkish: monarşi, padişahlık, sultanlık; Turkmen: monarhiýa, patyşalyk; Ukrainian: монархія; Urdu: بادْشاہَت; Uyghur: پادىشاھلىق, پادىشالىق; Uzbek: monarxiya, podshohlik; Vietnamese: quân chủ, chế độ quân chủ, nền quân chủ, 君主制; Welsh: archdeyrnieath; West Frisian: monargy; Yiddish: קעניגרייך, מאָנאַרכיע

ace: keurajeuen; af: monargie; als: monarchie; an: monarquía; arc: ܡܠܟܘܬܐ; ar: ملكية; arz: ملكيه; ast: monarquía; awa: राजतन्त्र; azb: شاهلیق; az: monarxiya; bar: monarchie; bat_smg: muonarkėjė; ba: монархия; be_x_old: манархія; be: манархія; bg: монархия; bn: রাজতন্ত্র; bo: རྒྱལ་སྲིད།; br: unpenniezh; bs: monarhija; bxr: хаанта засаг; ca: monarquia; cdo: gŭng-ciō-cié-dô; ce: монархи; ckb: پاشایەتی; crh: monarhiya; cs: monarchie; cv: монархи; cy: brenhiniaeth; da: monarki; de: Monarchie; diq: monarşiye; el: μοναρχία; grc: μοναρχία, μουναρχίη, τὸ μοναρχικόν, τυραννία, τυραννίς; en: monarchy; eo: monarkio; es: monarquía; et: monarhia; eu: monarkia; fa: پادشاهی; fiu_vro: monarhia; fi: monarkia; fo: kongsveldi; fr: monarchie; fy: monargy; ga: monarcacht; gcr: monarchi; gl: monarquía; gn: porokuái peteĩme; gu: રાજાશાહી; hak: kiûn-chú-chṳ; he: מונרכיה; hif: rajshahi; hi: राजतन्त्र; hr: monarhija; hsb: monarchija; hu: monarchia; hy: միապետություն; hyw: միապետութիւն; ia: monarchia; id: monarki; ilo: monarkia; io: monarkio; is: konungsríki; it: monarchia; jam: manaaki; ja: 君主制; jv: monarki; ka: მონარქია; kbp: wiyaʊ kʊyʊm kewiyitu; kk: монархия; ko: 군주제; krc: монархия; ku: keyîtî; kv: монархия; kw: myghternses; ky: монархия; lad: monarkiya; la: monarchia; lb: monarchie; li: monarchie; lld: monarchia; lmo: monarchia; lo: ລາຊາທິປະໄຕ; lt: monarchija; lv: monarhija; mai: राजतन्त्र; mk: монархија; ml: രാജവാഴ്ച; mn: хаант засаг; mr: राजेशाही; ms: pemerintahan beraja; mwl: monarquie; my: သက်ဦးဆံပိုင်စနစ်; nah: centēpacholiztli; nds_nl: monaarchie; nds: monarkie; ne: राजतन्त्र; new: राजतन्त्र; nl: monarchie; nn: monarki; no: monarki; oc: monarquia; or: ରାଜତନ୍ତ୍ର; os: монархи; pa: ਬਾਦਸ਼ਾਹੀ; pfl: monarchie; pl: monarchia; pms: monarchìa; pnb: بادشآئی; pt: monarquia; qu: sapan kallpay; rm: monarchia; ro: monarhie; rue: монархія; ru: монархия; sah: монархия; scn: munarchìa; sco: monarchy; sc: monarchia; sh: monarhija; simple: monarchy; sk: monarchia; sl: monarhija; sq: monarkia; sr: монархија; ss: bukhosi; sv: monarki; sw: ufalme; ta: முடியாட்சி; te: రాచరికం; tg: подшоҳӣ; th: ราชาธิปไตย; tl: monarkiya; tr: monarşi; tt: монархия; uk: монархія; ur: بادشاہت; uz: monarxiya; vec: monarchìa; vi: chế độ quân chủ; vls: monarchie; war: monarkyá; wuu: 君主制; xal: хаани йосн; xmf: მონარქია; yi: קעניגרייך; yo: àdájọba; zh_min_nan: kun-chú-chè; zh_yue: 君主制; zh: 君主制