αὐταύτου

Greek (Liddell-Scott)

αὐταύτου: ἢ -τω, αὐταύτης, Δωρ. ἀντὶ ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς· πεπαίδευται γὰρ αὐταύτας ὕπο Ἐπίχ. 96 Ahr.· πρὸ αὐταύτας, δι᾿ ἑαυτήν, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 5776, συχνάκις ἐν Δωρ. Ἀποσπάσμασι παρὰ Στοβ. , πρβλ. Ἀπολλώνιον π. Ἀντωνυμ. 79Β, Πόρσωνος Tracts 227, Ahrens Δωρ. Διάλ. 273: ― ὡσαύτως, αὐτούτα, ἀντὶ ἑαυτοῦ, Ἐπιγρ. Σεγέστ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5542C, 5543.