αὐτεθελεί

Greek (Liddell-Scott)

αὐτεθελεί: ἐπίρρ. ἐξ ἰδίας θελήσεως, ἑκοντί, ἐθελοντί, Ἀττ. Ἐπιγραφ. ἐν Βοικχ. Πολ. Οἰκ. Ἀθ.