ἑκοντί
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
Adv. willingly, Ps.-Phoc.16, Them. Or.16.209a; but ἑκόντι may generally be read, Arist.Rh.Al.1431b20, Plu. Comp.Eum.Sert.2.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente μὴ δ' ἐπιορκήσεις ... ἑ. Ps.Phoc.16, πολεμεῖν Plu.Comp.Sert.Eum.2, cf. 2.223d, ψεύδεσθαι Gal.14.31, παρορᾶν Clem.Al.Paed.1.8.70, cf. Hld.1.23.2, Them.Or.16.209a.
German (Pape)
[Seite 770] freiwillig, von freien Stücken; Phocyl. 14; Macedon. 39 (X, 70), u. öfter in Anth. u. bei Sp., wie Plut. Eum. et Sert. 2. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
de bon gré, volontairement.
Étymologie: ἑκών.
Russian (Dvoretsky)
ἑκοντί: adv. по собственному побуждению, добровольно (πολεμεῖν Plut.): ἐ. γέγηθα πλανώμενος Anth. я по собственной вине погряз в заблуждениях.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκοντί: ἐπίρρ., ἑκουσίως, Ψευδο-Φωκυλ. 14, Πλουτ. Εὐμένους καὶ Σερτ. Σύγκρισις, κτλ.· ἐνιαχοῦ εἰσήχθη καὶ εἰς δοκίμους Συγγραφεῖς ἀντὶ τοῦ ἑκόντι (δοτ.), Λοβ. Φρύν. 5.
Greek Monolingual
ἑκοντί (Α)
επίρρ. εκουσίως.
Greek Monotonic
ἑκοντί: επίρρ., εκούσια, με τη θέληση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
willingly, Plut.