αὐτοκράτεια
English (LSJ)
[ρᾰ], ἡ, power over oneself, Pl.Def.412d.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
control sobre sí mismo αὐ. ἐπὶ παντί Pl.Def.412d.
German (Pape)
[Seite 398] ἡ, die Selbstherrschaft, Plat. Def. p. 412 c.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκράτεια: ἡ самодержавие, самовластие Plat.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκράτεια: ἡ, ἀπόλυτος ἐξουσία, κυριαρχία, Πλάτ. Ὅροι 412D.
Greek Monolingual
η (Α αὐτοκράτεια) αυτοκρατής
νεοελλ.
η πλήρης ελευθερία της βούλησης
αρχ.
απόλυτη εξουσία, πλήρης κυριαρχία.