αὐτοκτονία

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκτονία: ἡ, = αὐτοφονία, Κλάμ. Ὁμιλ. 12. 14.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ suicidio, Hom.Clem.12.14.