αὐτοφονία

English (LSJ)

ἡ, = αὐτουργία I, ib.Eu.336 (pl.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
crimen contra la propia familia glos. a αὐτουργία Sch.A.Eu.336.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοφονία: ἡ, = αὐτουργία 1, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 336.

Greek Monolingual

αὐτοφονία, η (Α) αυτόφονος
αυτοκτονία.