αὐτοποίητος

English (LSJ)

αὐτοποίητον, = αὐτοπαγής, Sophr.13.

Spanish (DGE)

-ον
1 hecho sin arte, sin gusto, vulgar πάτανα Sophr.21, cf. Hsch.
2 que se ha hecho por sí mismo ἐπὶ γῆς τὸ κάλλος Athenag.Leg.34.2, cf. Iust.Phil.Qu.Chr.M.6.1444A.

German (Pape)

[Seite 399] selbst gemacht, ohne Kunst, schlecht, Hesych. εὐτελές.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοποίητος: -ον, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ ποιηθείς, τοῦ αὐτοπαράκτου τὸ αὐτογέννητον καὶ αὐτοποίητον οὐδὲν διαφέρει Ἰουστῖν. Μάρτ. 526A, = αὐτοπάγητος Σώφρων. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 60, κατὰ δὲ Ἡσύχ. «αὐτοποίητον· εὐτελές».