αὐτοπροθύμως

English (LSJ)

[ῡ], Adv. voluntarily, EM173.8.

Spanish (DGE)

voluntariamente, EM 173.8G.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπροθύμως: ἐπίρρ. ἐξ οἰκείας προθυμίας, λίαν προθύμως, Ἐτυμ. Μ. 173. 8.