αὐτουργότευκτος
English (LSJ)
αὐτουργότευκτον, = αὐτουργός (self-working, husbandman, engaging in oneself, self-wrought) II, Lyc. 747.
Spanish (DGE)
-ον
que se ha hecho a sí mismo, tosco, rudo κυβερνῆσαι αὐτουργότευκτον βᾶριν Lyc.747.
German (Pape)
[Seite 403] βᾶρις, selbst, d. i. leichthin, schlecht gemacht, Lycophr. 747.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτουργότευκτος: -ον, = τῷ προηγ. ΙΙ, Λυκόφρ. 747.