αὐτουργός

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτουργός Medium diacritics: αὐτουργός Low diacritics: αυτουργός Capitals: ΑΥΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: autourgós Transliteration B: autourgos Transliteration C: aftourgos Beta Code: au)tourgo/s

English (LSJ)

αὐτουργόν,
A self-working, αὐτουργῷ χερί S.Ant.52, cf. Aen.Tact.18.2; αὐ. βίος D.H.10.19.
2 mostly Subst., one who works his land himself (not by slaves), husbandman, E.Or.920, Th.1.141, X.Oec. 5.4, etc.: generally, one who works for himself, Pl.R.565a, Arist.Rh.1381a24.
b metaph., αὐ. τῆς φιλοσοφίας one that has worked at philosophy by himself, without a teacher, X.Smp. 1.5; αὐ. τῆς ταλαιπωρίας engaging in hard service oneself, Plb.3.17.8: Sup., Jul. ad Them.264a.
II Pass., self-wrought, i.e. rudely wrought, D.H.Dem.39, Comp.19 (Comp.); simple, native, μέλος AP 9.264 (Apollonid. or Phil.).

Spanish (DGE)

-όν
I 1que actúa por sí mismo αὐτὸς αὐτουργῷ χερί S.Ant.52
espontáneo αὐτουργοῦ οὔσης κινήσεως Plot.3.7.13
activo, enérgico γένος δὲ τοῦτο Γοτθικὸν αὐτουργόν τε περιφανῶς τὰ πολέμια Agath.1.3.3, αὐτουργὸς γὰρ ὁ Ἔρως καὶ αὐτοσχέδιος σοφιστής Ach.Tat.5.27.4.
2 que trabaja por sí mismo, con sus propias manos, labrador εἰδὼς ... Πέρσας ... ἐπιπονώτατα ... ζῶντας ... διὰ τὸ αὐτουργοὺς εἶναι X.Cyr.7.5.67, αὐτουργοὶ καὶ σώφρονες D.H.10.17, cf. 10.48, αὐτουργὸς ἄνθρωπος καὶ ἰδιώτης Plu.2.172b, ἥ τε γῆ ἐνεργὸς ἔσται, δεσπόταις αὐτουργοῖς δοθεῖσα D.C.52.28.4, δείκνυσι ... τέταρτον δὲ αὐτουργόν τε καὶ αὐτοπώλην Them.Or.23.288a
subst. ὁ αὐ. labrador E.Or.920, Hsch., σώμασί τε ἑτοιμότεροι οἱ αὐτουργοὶ τῶν ἀνθρώπων ἢ χρήμασι πολεμεῖν Th.1.141, καὶ τοὺς μὲν αὐτουργοὺς διὰ τῶν χειρῶν γυμνάζουσα ἰσχὺν αὐτοῖς προστίθησι X.Oec.5.4
ref. a todos los que trabajan con sus manos αὐτουργοί τε καὶ ἀπράγμονες Pl.R.565a, καὶ τούτων οἱ ἀπὸ γεωργίας καὶ τῶν ἄλλων οἱ αὐτουργοὶ μάλιστα Arist.Rh.1381a23
c. gen., fig. αὐτουργὸς τῆς φιλοσοφίας el que cultiva la filosofía por sí mismo, e.d. sin maestro X.Smp.1.5, αὐτουργὸς τῆς ταλαιπωρίας artífice de su desgracia Plb.3.17.8, εἰδὼς τίνων δεῖ θεατὴν εἶναι καὶ ἀκροατὴν καὶ τίνων ἀγωνιστὴν καὶ αὐτουργόν Plu.2.334d, ref. a τὸ διαλέγεσθαι, ὡς συνεργόν τι καὶ οὐκ αὐτουργὸν τῶν καταλήψεων Ptol.Iudic.11.5.
II propio del que trabaja por sí mismo τὸν αὐτουργὸν ἔζη βίον D.H.10.19.
III 1que se hace por sí mismo, tosco, rudo τὰς περιόδους αὐτουργούς D.H.Dem.39, op. ἀκριβής D.H.Comp.19.
2 sencillo, natural ἔκπωμα αὐτουργὸν ἔχοντες ref. a la mano, Ach.Tat.4.18.5, μέλος AP 9.264 (Apollonid. o Phil.).

German (Pape)

[Seite 403] όν, 1) selbst arbeitend, αὐτουργῷ χερί, mit eigener Hand, Soph. Ant. 52; der seine Feldarbeit selbst, nicht durch Sklaven verrichtet, γεωργοί Xen. Oec. 5, 4; der an harte Landarbeit gewöhnt ist, Thuc. 1. 141; Handarbeiter, Handwerker, Plat. Soph. 223 d; Xen. Symp. 1, 5 τῆς φιλοσοφίας, der ohne Lehrer sich selbst in die Philosophie hineingearbeitet hat; τῆς ταλαιπωρίας Pol. 3. 17; selbst streitend, Herodian. 7, 2, 17; βίος, sich selbst seinen Lebensunterhalt erwerbend, Dion. Hal. 10, 19; δίαιτα 1, 79, selbst bereitet. – 2) leichthin, schlecht gemacht, ohne Kunst gemacht, καὶ ἀφελεῖς περίοδοι Dion. Hal. de vi Dem. 39; μέλος τέττιγος Apollonid. 25 (IX, 264).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
I. qui travaille lui-même : αὐτουργῷ χερί SOPH de sa propre main ; particul. qui travaille la terre de ses mains (et non au moyen d'esclaves) ; petit cultivateur, paysan pauvre;
II. qui se fait de soi-même, d'où
1 sans art, brut, rude;
2 simple, naturel.
Étymologie: αὐτός ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

αὐτουργός:
I
1 действующий сам: αὐτουργῷ χερί Soph. собственноручно; αὐ. τινος Xen., Polyb., Plut. самостоятельно занимающийся чем-л. или достигший чего-л.;
2 живущий личным трудом (γεωργοί Xen.; ἄνθρωποι Thuc., Plut.);
3 природный, естественный, незатейливый (μέλος τεττιγος Anth.).
IIчеловек, живущий собственным трудом (земледелец или ремесленник) Eur., Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτουργός: -όν, (*ἔργω) αὐτὸς ἐργαζόμενος, αὐτουργῷ χερὶ Σοφ. Ἀντ. 52· αὐτ. βίος Διον. Ἁλ. 10. 19. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς οὐσιαστ., ὁ μὴ διὰ δούλων, ἀλλ’ αὐτὸς καλλιεργῶν τοὺς ἀγροὺς αὑτοῦ, γεωργός, πτωχὸς ἀγρότης, ὡς τὸ ἐργάτης, Εὐρ. Ὀρ. 920, Πλάτ. Πολ. 565Α· αὐτ. γεωργοὶ Ξεν. Οἰκ. 5, 4· ἐπὶ τῶν Πελοποννησίων, Θουκ. 1. 141. β) μεταφ., αὐτουργὸς τῆς φιλοσοφίας, ὁ μελετήσας αὐτὸς καθ' ἑαυτὸν τὴν φιλοσοφίαν ἄνευ διδασκάλου ἢ ὁδηγοῦ, Ξεν. Συμπ. 1, 5· αὐτὸς ἑαυτὸν ὑποβάλλων εἰς βαρεῖαν ἐργασίαν, γινόμενος αὐτουργὸς τῆς ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρίας Πολύβ. 3. 17, 8. ΙΙ. παθ. ἀτέχνως, ἄνευ ἐπεξεργασίας ποιηθεὶς (πρβλ. αὐτοσχέδιος), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 39: ἁπλοῦς, φυσικός, μέλος Ἀνθ. Π. 9. 264.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐτουργός, -όν)
νεοελλ.
(κυρίως ως ουσ.) εκείνος που πραγματώνει με δική του ενέργεια ή παράλειψη την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος ή ενεργεί πράξη που περιέχει αρχή εκτέλεσής του
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ενεργεί μόνος του, χωρίς βοήθεια
2. όποιος ενεργεί ανεξάρτητα από άλλους
αρχ.
1. αυτός που εργάζεται με τα ίδια του τα χέρια
2. αυτός που καλλιεργεί τη γη μόνος του
3. μτφ. αυτοδίδακτος
4. αυτός που υποβάλλει τον εαυτό του σε βαριά εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + -ουργός < -Fοργός < έργον].

Greek Monotonic

αὐτουργός: -ὸν (*ἔργω
I. 1. εργαζόμενος ο ίδιος, σε Σοφ.
2. ως ουσ., αυτός που δουλεύει τη γη του μόνος του, (όχι με σκλάβους), γεωργός, φτωχός αγρότης, σε Ευρ.· λέγεται για τους Πελοποννησίους, σε Θουκ.· μεταφ., αὐτουργὸς τῆς φιλοσοφίας, αυτός που μελετά μόνος του τη φιλοσοφία, χωρίς δάσκαλο, σε Ξεν.
II. Παθ., αφ' εαυτού δουλεμένος, απλός, φυσικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

[*ἔργω
I. self-working, Soph.
2. as substantive, one who works his land himself (not by slaves), a husbandman, poor farmer, Eur.; of the Peloponnesians, Thuc.:—metaph., αὐτουργὸς τῆς φιλοσοφίας one that has worked at philosophy by himself, without a teacher, Xen.
II. pass. self-wrought, simple, native, Anth.

English (Woodhouse)

peasant, laborer in the fields, labourer in the fields, of the soil, opposed to townsman

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού κάνει κάτι μόνος του). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + ἔργον Ἀπό ρίζα εργ- τοῦ ἔργω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι.

Lexicon Thucydideum

ipse opus faciens, sua, doing the work himself, with his own (non aliorum not of others) opera utens, labor, 1.141.3, 1.141.5.