αὐτοχορήγητος

English (LSJ)

αὐτοχορήγητον, self-furnished, Pl.Ax.371d.

Spanish (DGE)

-ον
que es ofrecido espontáneamente aludiendo a las contribuciones de los coregos εἰλαπίναι αὐτοχορήγητοι festines ofrecidos espontáneamente Pl.Ax.371d.

German (Pape)

[Seite 404] von selbst, ohne Anderer Zuthun ausgerüstet, εἰλαπίναι Plat. Ax. 371 d.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοχορήγητος: устроенный в порядке добровольной хорегии (εἰλαπίναι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοχορήγητος: -ον, ἄνευ ξένης χορηγίας, εἰλαπίναι Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D.

Greek Monolingual

αὐτοχορήγητος, -ον (Α)
(για δείπνο) χωρίς ξένη χορηγία.