αὐτόποδον
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόποδον: (κῶδ. αὐτόπεδον) καὶ αὐτοποδητί· «τὸ ἐκ ποδός βαδίζειν» Ἡσύχ.: ― «αὐτόπεδον: τὸ πεζῇ ὁδεύειν» Α. Β. 467. 17.
Spanish (DGE)
adv. a pie Hsch.
αὐτόποδον: (κῶδ. αὐτόπεδον) καὶ αὐτοποδητί· «τὸ ἐκ ποδός βαδίζειν» Ἡσύχ.: ― «αὐτόπεδον: τὸ πεζῇ ὁδεύειν» Α. Β. 467. 17.
adv. a pie Hsch.