αὐτόπολις

English (LSJ)

πόλις free, independent state, Th.5.79.

Spanish (DGE)


libre, independiente de ciudad αὐτόνομοι καὶ αὐτοπόλιες Trat. en Th.5.79.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cité libre se régissant par elle-même.
Étymologie: αὐτός, πόλις.

German (Pape)

ἡ, unabhängiger, selbständiger Staat; αὐτοπόλιες neben αὐτόνομοι πόλεις Thuc. 5.79.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόπολις: εως ἡ автономное государство Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπολις: πόλις, ἐλευθέρα, ἀνεξάρτητος πόλις, Θουκ. 5. 79.

Greek Monolingual

αὐτόπολις, η (Α)
ελεύθερη, ανεξάρτητη πόλη.

Greek Monotonic

αὐτόπολις: ἡ, ελεύθερη πόλη, ανεξάρτητη, σε Θουκ.

Middle Liddell

free as a state, independent, Thuc.