αὐτώροφος

Greek (Liddell-Scott)

αὐτώροφος: -ον, ἀντὶ αὐτόροφος, χάριν τοῦ μέτρου, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 184Α, 9.

Spanish (DGE)

v. αὐτόροφος.