αὐχητικός
English (LSJ)
αὐχητική, αὐχητικόν, = αὐχήεις, Sch.Pi.O.1.4. Adv. αὐχητικῶς Eust. 750.23.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 jactancioso, orgulloso τοὺς κεκτημένους αὐτὸν (τὸν πλοῦτον) αὐχητικοὺς καὶ ὑπερόπτας Sch.Pi.O.1.4a.
2 adv. -ῶς jactanciosamente αὐ. λέγων Eust.750.23.
German (Pape)
[Seite 405] prahlend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχητικός: -ή, -όν, = αὐχήεις, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ὀλ. 1. 4. ― Ἐπίρρ. -ῶς Εὐστ. 750. 24.
Greek Monolingual
αὐχητικός, -ή, -ό (Α) αυχητής
αλαζονικός, υπεροπτικός.