= τηΰσιος, Ibyc.12; cf. αὔτως.
[Seite 395] dor. = τηΰσιος, Ibyc. frg. 19 im E. M.
αὔσιος: τηΰσιος, Ἴβυκ. ἐν Ἐτυμ. Μ. σ. 171. 7.
αὔσιος, -ον (Α)τηΰσιος, μάταιος.
αὔσιος: βλ. τηΰσιος.
See also: αὐτός
αὔσιος: {aúsios}See also: s. αὐτός.Page 1,190