αὔτως
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
Adv.:
I in this very manner, even so, γυμνὸν ἐόντα αὔτως ὥς τε γυναῖκα unarmed just as I am like a woman, Il.22.125; in the self-same way, likewise, σὺν δ' αὔτως ἐγώ S.Ant.85, cf. Numen. ap. Ath. 7.328d; αὔτως ὅπωσπερ… S.Aj.1179; αὔτως, ὧδ' αὔτως, ὥς μ' ὤλεσεν Id.Tr.1040 (lyr.); αὔτως ὡς… Hes.Th.702, A.R.1.90: c. dat., γυναιξὶν αὔτως Anacr.21.14: hence ὡσαύτως (q.v.), in Hom. always ὡς δ' αὔτως, as in Pl.Phd. 102e, X.An.5.6.9.
2 in a contemptuous sense, just so, τίη σὺ κήδεαι αὔτως ἀνδρῶν; why take you no better care? v.l. for οὕτως in Il.6.55; οἴχεται αὔτως has gone off just as he pleased, Od.4.665: joined with words implying contempt, νήπιος αὔτως a mere child, Il.24.726, cf. 6.400; μὰψ αὔτως 20.348; ἀνεμώλιον αὔτως 21.474; αὔτως ἄχθος ἀρούρης Od.20.379, etc.; so, in vain, οὐκ αὔτως μυθήσομαι 14.151, cf. Il. 2.342, etc.
II in reference to the past, just as before, as it was, ἧσθαι, κεῖσθαι, Il.1.133, 18.338, Od.20.130; λευκὸν ἔτ' αὔτως still white as when new, Il.23.268; ἔτι κεῖται αὔτως ἐν κλισίῃσι just as he was, 24.413; καὶ αὔτως still, unceasingly, 1.520. (From αὐτός, hence αὔτως in Homer, cf. Il.23.268, Od.14.151 (from αὕτη with Aeol. psilosis acc. to Eust.235.5, al.); but αὕτως is usually written in codd. of Trag. Gramm. were divided as to etym. and accent, cf. A.D.Adv.174.1, EM172.34, and distinguished αὕτως 'likewise' from αὔτως 'in vain'. Dam. Pr.178 uses αὕτως, = of itself (from αὑτοῦ).)
German (Pape)
[Seite 405] adv. von αὐτός, mit äolischer Betonung, s. Herm. zum Viger. 735 f; man unterscheidet αὔτως, »vergebens«, von αὕτως, »so«; vgl. Buttmann Lexil. 1, 35 ff; Bekker schreibt im Homer überall αὔτως, mit spirit. len., s. Iliad. 1, 133. 520. 2, 138. 342. 3, 220. 339. 5, 255. 6, 400. 7, 100. 430. 9, 195. 599. 10, 25. 50. 11, 388. 13, 104. 14, 18. 15, 128. 513. 16, 117. 17, 143. 450. 633. 18, 198. 338. 584 (Zenodot οὕτως, Aristarch αὔτως, Scholl. Aristonic., s. Friedlaender). 20, 348. 21, 474. 22, 125. 484. 23, 74. 268. 621. 24, 413. 726 Odyss. 3, 64. 4, 665. 6, 143. 166. 9, 31. 12, 284. 13, 281. 336. 14, 151. 15, 83. 16, 111. 143. 313. 17, 309. 20, 130. 238. 379. 21, 203. 225. 22, 114. 24, 409; var. lect. Iliad. 4, 17 (Bkk. εἰ δ' αὖ πως τόδε πᾶσι φίλον καὶ ἡδὺγένοιτο). 6, 55 (Bkk. τίη δὲ σὺ κήδεαι οὕτως ἀνδρῶν). 13, 447 (Bkk. ἐπεὶ σύ περ εὔχεαι οὕτως). 21, 106 (Bkk. τίη ὀλοφύρεαι οὕτως) Odyss. 10, 281 (Bkk. πῇ δ' αὖτ', ὦ δύστηνε, δι' ἄκριας ἔρχεαι οἶος). – 1) ebenso, gerade so, Il. 22, 125 αὔτως ὥς τε γυναῖκα – κτενέει; vgl. αὔτως ὡς ὅτε Hes. Th. 702; Theogn. 1249; Soph. Ant. 85 O.R. 931 u. öfter; γυναιξὶν αὔτως Anacr. 66, 22. In Prosa ist dafür ὡσαύτως im Gebrauch, w. m. s.; bei Hom. ἃς δ' αὔτως. Od. 9, 31; bei den Att. einzeln ὧδ' αὔτως, Soph. Tr. 1029. – 2) eben noch so, in Beziehung auf einen vergangenen Zustand, κείσεαι αὔτως Il. 18, 338, wo sich die Bdtg »ohne daß Jemand sich um dich bekümmerte« anschließt, wie αὔτως κεῖται ἀκηδής Od. 20, 130; λευκὸν ἔτ' αὔτως, noch so weiß wie sonst, Il. 23, 268; ἔτι κεῖνος κεῖται αὔτως, die Leiche liegt noch so wie sonst da, d. i. unverwes't, 24, 413. – 3) in Beziehung auf den gegenwärtigen Zustand, gleich so, wie ich gerade bin, ἀλλὰ καὶ αὔτως ἀντίον εἶμ' αὐτῶν Il. 5, 255; ἀλλ' αὔτως ἐπὶ τάφρον ἰών, wie du bist, ohne Waffen, 18, 198; καὶ αὔτως, auch so schon, auch ohne diese Umstände, 1, 520; vgl. 9, 599. Vgl. Theocr. 2, 133. 3, 30. Dah. – 4) so, ohne Weiteres, δίδωμι δέ τοι τόδ' ἄεθλον αὔτως· οὐ γὰρ πύξ γε μαχήσεαι Il. 23, 621; dah. »schlechtweg«, οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ Od. 14, 151; ἀλλ' αὔτως ἄχθος ἀρούρης 20, 379, nur so eine Last der Erde. Hieraus fließen die Bdign: a) unbedacht, leichtsinnig, αὔτως ἐριδαίνομεν Il. 2, 342. – b) vergeblich, umsonst, ἦ νύ τοι αὔτως οὔατ' ἀκουέμεν ἔστι Il. 15, 128; Αἴας πῆλ' αὔτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ 16, 117; ἦ σ' αὔτως κλέος ἐσθλὸν ἔχει φύξηλιν ἐόντα 17, 143. Hom. vrbdt damit Wörter, in denen schon der Begriff des Vergeblichen, Thörichten liegt, μὰψ αὔτως Iliad. 20, 348, ἀνεμώλιον αὔτως 21, 474, νήπιος αὔτως 22, 484, ἄφρονά τ' αὔτως 3, 220. – Bei späteren Epikern finden sich noch einzelne Spuren desselben Gebrauchs, λεπτὴ ὁρμιή – ἄπλοκος αὔτως Opp. Hal. 3, 469, ohne weiteres, ungeflochten; εἴκαθον αὔτως, ohne weiteres, von selbst, Ap. Rh. 2, 790; ὅπλα αὔτως γανόωντα, vergeblich, Mel. 115 (VI, 163). – Anch Luc. Pseudol. 3 sagt μὴ προεκχέῃς αὔτως, wo Schol erkl. ματαίως.
French (Bailly abrégé)
qqf att. αὕτως;
adv.
1 ainsi même, de cette façon même, justement ainsi : αὔτως… ὥστε IL, αὔτως… ὅπωσπερ SOPH justement de même… que ; ὧδ' αὔτως SOPH, ὣς δ' αὔτως (sel. d'autres ὧς δ' αὔτως) IL, OD ainsi même, justement ainsi;
2 toujours de même, encore ainsi, comme auparavant, comme autrefois : λευκὸν ἔτ' αὔτως IL encore aussi blanc (que lorsqu'il était neuf), en parl. d'un chaudron ; καὶ αὔτως IL toujours ainsi, sans cesser;
3 avec idée de restriction ainsi (et pas plus) : αὔτως ἐπὶ τάφρον ἰών IL allant vers le fossé tel que tu es (sans armes) ; δίδωμι δέ σοι τόδ' ἄεθλον αὔτως IL et je te donne ce prix sans autre effort pour que tu le gagnes, càd sans que tu combattes ; en un sens de blâme τί σὺ κήδεαι αὔτως ἀνδρῶν ; IL pourquoi prends-tu soin de ces hommes de cette façon ? càd pourquoi ne prends-tu pas plus de soin d'eux ?;
4 en mauv. part comme cela, par à peu près : οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ OD et je ne parlerai point par à peu près litt. comme cela, mais j'affirmerai par serment ; ἔμ' αὔτως ἧσθαι δευόμενον ; IL (veux-tu) que je reste, comme cela, dépossédé ? ἢ αὔτως κεῖται ἀκηδής ; OD ou bien reste-t-il là, comme cela, privé de soins ? par suite synon. de sans raison, vainement : αὔτως ῥ' ἐπέεσσ' ἐριδαίνομεν IL nous nous querellons comme cela (càd vainement) en paroles ; en ce sens qqf joint à un adv. : μὰψ αὔτως IL comme cela, vainement.
Étymologie: αὐτός.
Russian (Dvoretsky)
αὔτως: атт. тж. αὕτως
1 также точно, таким же образом (αὕ. δε καὶ σύ Soph.; αὔτως … ὥστε Hom.);
2 таким вот образом, именно так: τί σὺ κήδεαι αὔτως ἀνδρῶν; Hom. отчего ты так о них заботишься?;
3 все еще, по-прежнему (λευκὸς ἔτ᾽ αὔτως λέβης Hom.);
4 вполне, вовсе, совершенно (νήπιος αὔτως Hom.);
5 всего лишь, просто-напросто, просто так (οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρχῳ Hom.);
6 напрасно, зря (αὔτως ἐπέεσσι ἐριδαίνομεν Hom.): αὕ. γανόωντα ὅπλα Anth. сверкающее без пользы, т. е. лежащее без дела оружие;
7 и без того, и так уж (καὶ αὔτως μ᾽ αἰεὶ νεικεῖ Hom.; ἀλλ᾽ αὔτως ἐξεμαρὰνθη Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
αὔτως: ἐπίρρ. 1) κατὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν τρόπον, οὕτω μάλιστα, ὡς ἔχει τὸ πράγμα, κτενεῖ δέ με γυμνὸν ἐόντα, αὔτως ― ὤστε γυναῖκα, θὰ μὲ φονεύσῃ δὲ ἄοπλον ὄντα ἀκριβῶς ὡς ἐὰν ἤμην γυνή, Ἰλ. Χ. 125· αὔτως ὅπωσπερ… Σοφ. Αἴ. 1179· αὔτως ὡς..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 890. 2) ἐντεῦθεν, ἐπὶ περιφρονητικῆς ἐννοίας, ἀκριβῶς οὕτω, οὕτω δέ, οὐχὶ καλλίτερα, τί σὺ κήδεαι αὔτως ἀνδρῶν, διατὶ δὲν λαμβάνεις καλλιτέραν πρόνοιαν, Ἰλ. Ζ. 55 (Spitzn. οὕτως, ὡς ἐν Β. 342)· οἴχεται αὔτως, ἀπῆλθεν ὅπως ἤθελεν, Ὀδ. Δ. 665· συχνάκις συνεκφέρεται μετὰ λέξεων περιφρόνησιν δηλουσῶν, πάϊς δ’ ἔτι νήπιος αὔτως, ἐντελῶς βρέφος, Ἰλ. Ω. 726 (ἀλλ’ ἐν Ζ. 400 ἡ αὐτὴ φράσις σημαίνει ἀγάπην, στοργήν)· οὕτω, μὰψ αὔτως Υ. 348· ἀνεμώλιον αὔτως Φ. 474· αὔως ἄχθος ἀρούρης Ὀδ. Υ. 379, κτλ. ― Ἐντεῦθεν φαίνεται ὅτι παράγεται ὁ τύπος ὡσαύτως (παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ὡς δ’ αὔτως), ἀκριβῶς κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον, συνήθως παρ’ Ἀττ., πρβλ. Stallb. Πλάτ. Φαίδωνα 102Ε· ἐν Σοφ. Τρ. 1040, ὧδ’ αὔτως, ὥς μ’ ὤλεσεν. ΙΙ. ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ παρελθόν, ἀκριβῶς ὡς πρότερον ὅπως ἦτο, Ἰλ. Α. 133., Σ. 338, Ὁδ. Υ. 130· ὡσαύτως τῇ προσθήκῃ τοῦ ἔτι, λευκὸν ἔτ' αὔτως, λευκὸν εἰσέτι ὡς ὅτε ἦτο νέον, Ἰλ. Ψ. 268· ἔτι κεῖται αὔτως ἐν κλισίῃσι, ἔτι κεῖται ὅπως ἀκριβῶς ἦτο, Ω. 413· οὕτως, ἡ δὲ καὶ αὕτως, καὶ καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων, Α. 520, Ε. 255. ΙΙΙ. εἰκῇ, ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ἀγὼ οὐκ αὔτως μυθήσομαι, ἀλλὰ σὺν ὅρκω Ὀδ. Ξ. 151· ἀλλὰ πολλὰ χωρία εἰς ἃ αὔτη ἡ σημασία ἀποδίδοται, δύνανται νὰ ὑπαχθῶσιν εἴς τινα τῶν προηγουμένων διαιρέσεων, ὡς ἐν Ἰλ. Π. 11., Σ. 584, κτλ. ― (Ὡς πρὸς τὴν ἀρχὴν τῆς λέξεως Ἀρχαῖοι καὶ νεώτεροι γραμμ. διαφωνοῦσιν ἂν ἔπρεπε νὰ γράφηται αὔτως (ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ οὖτος) = οὔτος, ἢ αὔτως (ἐκ τοῦ αὐτός), πρβλ. Ἀπολλώνιον ἐν Α. Β. 585, Ἐτυμ. Μ. 172. 34 μετὰ τοῦ Βουττμ. ἐν Λεξιλ. ἐν λ., Ἕρμανν. π. τῆς Ἀντων. αὐτὸς § 15. Ἡ τελεταία ἐν τῶν δύο φαίνεται ἡ πιθανωτέρα γνώμη. Ὁ τονισμός, αὔτως ἀντὶ αὐτῶς, καλεῖται Αἰολ.).
English (Autenrieth)
(αὐτός): in the same way, just as it is, merely, in vain; a word admitting great variety of paraphrase, but in signification always answering to some force of αὐτός. γυμνὸν ἐόντα | αὔτως ὥς τε γυναῖκα, all unarmed, ‘exactly’ like a woman, Il. 22.125 ; ἄπυρον λέβητα, λευκὸν ἔτ' αὔτως, still ‘quite’ bright, Il. 23.268 ; ὀκνείω δ' ἵππων ἐπιβαίνεμεν, ἀλλὰ καὶ αὔτως | ἀντίον εἶμ' αὐτῶν, ‘just as I am,’ Il. 5.256 ; ἣ δὲ καὶ αὔτως μ' αἰὲν νεικεῖ, even ‘as it is,’ i. e. without special provocation, Il. 1.520 ; ἀλλ' αὔτως ἄχθος ἀρούρης, a ‘mere’ burden to the ground, Od. 20.379 ; αὔτως γάρ ἐπέεσσ' ἐριδαίνομεν, ‘just as we do,’ i. e. to no purpose, Il. 2.342.
Greek Monolingual
αὔτως επίρρ. (Α)
1. με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, έτσι ακριβώς
2. έτσι δα, όχι καλύτερα
3. ακριβώς σαν
4. εντελώς
5. όπως προηγουμένως, όπως στην αρχή
6. ακλόνητα, σταθερά
7. μάταια, απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Η διαφορά στον τονισμό μεταξύ αυτός και αύτως για λόγους αντιδιαστολής. Εξ άλλου δεν υπάρχει λόγος η σημασιολογική απόκλιση να οδηγήσει και σε ετυμολογική διάκριση μεταξύ των αύτως «ομοίως, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο» και αύτως «μάταια, με κουφότητα». Τέλος το επίρρ. αύτως καθώς και η αντων. αυτός συνδέεται με τα γοτθ. aups, aupeis, νέο άνω γερμ. ode κ.ά.].
Greek Monotonic
αὔτως: επίρρ. του αὐτός.
I. 1. μόνο με αυτόν τον τρόπο, ακόμα με αυτόν τον τρόπο, ακριβώς έτσι, όπως αυτό είναι, γυμνὸν ἐόντα, αὔτως - ὥστε γυναῖκα, άοπλος όπως εγώ - όπως μια γυναίκα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με περιφρονητική σημασία, ακριβώς έτσι, όχι καλύτερα, τί σὺ κήδεαι αὔτως ἀνδρῶν; γιατί δεν λαμβάνεις καλύτερη πρόνοια; στο ίδ.· νήπιος αὔτως, εντελώς βρέφος, στο ίδ.· αὔτωςἄχθος ἀρούρης, σε Ομήρ. Οδ.
II. με αναφορά στο παρελθόν, ακόμα έτσι, ακριβώς όπως πριν, όπως ήταν, σε Όμηρ.· λευκὸν ἔτ' αὔτως, ακόμα λευκό όπως ήταν καινούριο, σε Ομήρ. Ιλ.
III. μάταια, χωρίς αποτέλεσμα, οὐκ αὔτως μυθήσομαι, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[Adv. of αὐτός
I. in this very manner, even so, just so, as it is, γυμνὸν ἐόντα, αὔτωσ—ὥστε γυναῖκα, unarmed just as I am— like a woman, Il.
2. in a contemptuous sense, just so, no better, τί σὺ κήδεαι αὔτως ἀνδρῶν; why take you no better care? Il.; νήπιος αὔτως a mere child, Il.; αὔτως ἄχθος ἀρούρης Od.
II. in reference to the past, still so, just as before, as it was, Hom.; λευκὸν ἔτ' αὔτως still white as when new, Il.
III. in vain, without effect, οὐκ αὔτως μυθήσομαι Od.
English (Woodhouse)
in like manner, in the same way
Translations
in vain
Arabic: عَبَثًا; Armenian: զուր, իզուր; Belarusian: дарэмна, дарма, марна; Bulgarian: напразно; Catalan: en va; Chinese Mandarin: 徒然, 白白, 無益, 无益, 徒勞, 徒劳; Chinook Jargon: k'ax̣chi; Czech: neúspěšně; Dutch: tevergeefs, vergeefs; English: in vain, vainly, pointlessly, uselessly; Esperanto: sensolve, vane; Finnish: turhaan, tarpeettomasti, tarpeetta; French: en vain, inutilement; Galician: en balde, en van; German: vergebens, vergeblich; Greek: μάταια, του κάκου, εις μάτην, επί ματαίω; Ancient Greek: ἄκραντα, ἀλεμάτως, ἅλιον, ἁλίως, ἄλλως, ἀνεμώλια, ἀνόνητα, ἀνονήτως, ἀνωφελῶς, ἀπράκτως, ἀσυντελῶς, ἀτελειώτως, ἀτελέστως, αὔσιον, αὔτως, ἀχρεῖον, ἀχρήστως, διὰ κενῆς, διακενῆς, διακένως, δωρεάν, εἰκαῖα, εἰκῇ, ἐν κενοῖς, ἐτώσια, ἐτώσιον, ἠλέματα, ἠλεμάτως, ματαίως, μάτην, μάψ, τηνάλλως, τηυσίως, τηϋσίως, φρούδως; Hungarian: hiába, hasztalan, hasztalanul; Icelandic: til einskis, árangurslaus, unnið fyrir gýg; Italian: invano; Japanese: 無益の; Kazakh: бекер; Korean: 헛되이; Kurdish Central Kurdish: باداوە; Latin: in cassum, futtile, frustra, in vanum; Malayalam: വൃഥാ, വെറുതെ; Manchu: ᠮᡝᡴᡝᠯᡝ; Maori: parau, paraurehe, huakore; Navajo: chʼééh; Norwegian Bokmål: forgjeves, fånyttes; Nynorsk: forgjeves; Old English: on īdel; Plautdietsch: vejäfs; Polish: daremnie, na darmo, na próżno, bezskutecznie; Portuguese: em vão, inutilmente; Romanian: degeaba, în zadar; Russian: напрасно, зря, даром, тщетно, впустую, всуе, зря, безуспешно, попусту; Serbo-Croatian: ȕzalūd, ȕzalūdno; Slovene: zamàn; Spanish: en vano, en balde, inútilmente; Swedish: förgäves; Tagalog: lihing; Ukrainian: марно, даремно, дарма; Vietnamese: hoài