βάσανο

Greek Monolingual

το (Μ βάσανον) βάσανος
1. ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική, δεινοπάθημα
2. βασανιστήρια
νεοελλ.
1. σύζυγος ή ερωμένη που προκαλεί βάσανα
2. πληθ. τα βάσανα
οι μέριμνες, οι βιοτικές ανάγκες.