δεινοπάθημα

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

το
φοβερό πάθημα, δεινή ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινοπαθώ. Η λ. μαρτυρείται στο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης του Αθαν. Σακελλαρίου].