βάτης

English (LSJ)

βάτου, ὁ, one that treads or one that covers, expld. by πίθηκος, ἀναβάτης, Id.

Spanish (DGE)

-ου
1 que sube o monta Hsch., Et.Gen.β 62B.
2 subst. ὁ β. mono Hsch.

German (Pape)

[Seite 439] ὁ, der Bespringer, Beschäler, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
reproducteur (cf. ἔβρος).
Étymologie: βαίνω Α.ΙΙ.4.

Greek (Liddell-Scott)

βάτης: -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ πατῶν ἢ βατεύων, Ἡσύχ.· -ἐντεῦθεν, βατήριον ἐς λέχος ἐλθεῖν, ὅ ε. εἰς ὀχείαν, Ψευδο-Φωκ. 175.