βέλο

Greek Monolingual

το
λεπτό αραχνοΰφαντο ύφασμα, κρέπι, τούλι (α. «το βέλος της νύφης» — το πέπλο
β. «καπέλλο με το βέλο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. velo < λατ. velum «κάλυμμα, παραπέτασμα»].