τολεπτό αραχνοΰφαντο ύφασμα, κρέπι, τούλι (α. «το βέλος της νύφης» — το πέπλοβ. «καπέλλο με το βέλο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. velo < λατ. velum «κάλυμμα, παραπέτασμα»].