βαθυμῆτα
German (Pape)
[Seite 424] Χείρων (äol. für βαθυμήτης), tiefsinnig, von hoher Einsicht, Pind. N. 3, 51.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βαθυμῆτα: эол. adj. m глубокомысленный, мудрый (Χείρων Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθῠμῆτα: ὁ, Αἰολ. ἀντὶ βαθυμήτης (πρβλ. μητίετα), βαθείας ἔχων βουλάς, βαθύνους, Πίνδ. Ν. 3. 92.
Spanish (DGE)
(βᾰθῠμῆτᾰ) ὁ epít. de Quirón de profundo entendimiento Pi.N.3.53.