βαθύτιμος

English (LSJ)

[ῠ], v. βαρύτιμος.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύτιμος: ἴδε ἐν λέξ. βαρύτιμος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαθύτιμος, -ον)
ο βαρύτιμος, ο πολύτιμος.