βαρύτιμος

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠτῑμος Medium diacritics: βαρύτιμος Low diacritics: βαρύτιμος Capitals: ΒΑΡΥΤΙΜΟΣ
Transliteration A: barýtimos Transliteration B: barytimos Transliteration C: varytimos Beta Code: baru/timos

English (LSJ)

βαρύτιμον,
A punishing severely, of the gods below, A.Supp. 24.
II very costly, Str.17.1.13, Ev.Matt.26.7.
III selling dearly, Hld.2.30 (s.v.l.).

Spanish (DGE)

(βᾰρύτῑμος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 que procura un severo castigo ὕπατοί τε θεοί A.Supp.24.
2 muy caro, muy costoso de productos gener., Str.17.1.13, μύρον Eu.Matt.26.7, λίθοι Bardes.3.21.
3 que vende muy caro, carero μὴ βαρύτιμον εἶναι περὶ τὴν διάπρασιν Hld.2.30.2.

German (Pape)

[Seite 435] 1) hochgeehrt, θεοί Aesch. Suppl. 24. – 2) von schwerem Werthe, theuer, Strab.; – theuer verkaufend, Hel. 2, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cher ; précieux;
NT: très cher, coûteux, de grande valeur.
Étymologie: βαρύς, τιμή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύτιμος -ον βαρύς, τιμή
1. die streng straft. Aeschl. Suppl. 24.
2. zeer kostbaar. NT Mt. 26.7.

Russian (Dvoretsky)

βαρύτῑμος:
1 глубоко почитаемый (θεοί Aesch.);
2 драгоценный, дорогой NT.

Middle Liddell

τιμή
very costly, NTest.

English (Abbott-Smith)

βαρύτιμος, -ον (< βαρύς, τιμή),
of great value, very costly: Mt 26:7 (T, πολυτίμου) .†

English (Strong)

from βαρύς and τιμή; highly valuable: very precious.

English (Thayer)

βαρυτιμον (βαρύς and τιμή), of weighty (i. e. great) value, very precious, costly: R G Tr text WH) (so Strabo 17, p. 798; selling at a great price, Heliodorus 2,30 (variant); possessed of great honor, Aeschylus suppl. 25 (but Dindorf (Lexicon under the word) gives here (after schol.) severely punishing)).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαρύτιμος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος
αρχ.
1. εκείνος που πουλά σε υψηλές τιμές
2. αυτός που τιμωρεί βαριά.

Greek Monotonic

βᾰρύτῑμος: -ον (τιμή), εξαιρετικά πολύτιμος, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύτῑμος: -ον, ὁ βαρέως, αὐστηρῶς τιμωρῶν· ἐπὶ τῶν θεῶν τοῦ Ἅδου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 25. ΙΙ. λίαν πολύτιμος, Στράβ. 798, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ ϛ΄, 7(Lachm. Πολυτίμου).

Chinese

原文音譯:barÚtimoj 巴呂-提摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:重-價值
字義溯源:極有價值的,極貴的,重價的;由(βαρύς)=煩重的)與(τιμή)=價值)組成;其中 (βαρύς)出自(βάρος)*=重量),而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款)。比較: (νάρδος)=哪達
同義字:1) (βαρύτιμος)極有價值的 2) (πολυτελής)極貴的 3) (πολύτιμος)重價的
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 極貴的(1) 太26:7