βαλαντιοτομῶ

Mantoulidis Etymological

(=κόβω καί κλέβω βαλάντια, πορτοφόλια). Παρασύνθετο ἀπό τό βαλαντιοτόμος (βαλάντιον + τέμνω). Τό βαλάντιον (=πορτοφόλι, σακούλι) ἴσως ἀπό τό βάλλω.