πορτοφόλι
Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς -> Either with this or on this | Come back victorious or dead
Plutarch, Moralia 241Greek Monolingual
ο, Ν
μικρή θήκη από δέρμα ή άλλο υλικό για να τοποθετούνται μέσα κυρίως χρήματα, αλλά και ταυτότητες και μικρά σημειωματάρια ή ημερολόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. porta-fogli < porto «φέρω» + fogli «φύλλο»].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο