βαλτός

Greek Monolingual

-ή, -ό βάλλω
1. όποιος ενεργεί όχι με δική του πρωτοβουλία αλλά με υπόδειξη ή παρακίνηση άλλου
2. αυτός που δεν γίνεται τυχαία, ο υποβολιμαίος («βαλτή φωτιά», «βαλτές κουβέντες»).