υποβολιμαίος
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποβολιμαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
νόθος, μη γνήσιος (α. «υποβολιμαίο σύγγραμμα» — σύγγραμμα αποδιδόμενο σε συγγραφέα, χωρίς να είναι έργο δικό του
β. «ὑποβολιμαίους ποιεῖ τοὺς ἑαυτοῦ νεοττοὺς ὁ κόκκυξ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με υπόδειξη ή με εισήγηση άλλου, που δεν προέρχεται από ενδόμυχη πεποίθηση κάποιου, αλλά έχει υποβληθεί από άλλον («υποβολιμαία κρίση»)
2. αυτός που προτείνεται ή εισάγεται με ορισμένη σκοπιμότητα ή με δόλιο τρόπο («υποβολιμαία τροπολογία στο φορολογικό νομοσχέδιο»)
αρχ.
1. μτφ. επίπλαστος, προσποιητός («ὑποβολιμαία εὔνοια», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὰ ὑποβολιμαῖα- τα νόθα τέκνα (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποβολή + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. επιστολιμαίος)].