βαρβαρία

Greek (Liddell-Scott)

βαρβαρία: ἡ, χώρα τῶν βαρβάρων, Στέφ. Βυζ.

Greek Monolingual

βαρβαρία, η (AM) βάρβαρος
μσν.
απαιδευσία
αρχ.
βάρβαρη χώρα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
tierra barbara Lib.Ep.493.3, ἐν τῇ ἐσωτέρᾳ βαρβαρίᾳ Σκυθίας Epiph.Const.Gemm.M.43.300B.