βαρβαρότροπος

Greek (Liddell-Scott)

βαρβαρότροπος: -ον, ὁ βαρβαρικοὺς ἔχων τρόπους, Μανασσ. Χρον. 3999.

Greek Monolingual

βαρθαρότροπος, -ον (Μ)
αυτός που έχει βάρβαρους τρόπους, ο άξεστος.