άξεστος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄξεστος, -ον)
1. ακατέργαστος, απελέκητοςἄξεστος λίθος», Σοφοκλής)
2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + ξεστός < ξέω].