βαρβαρόφρων

German (Pape)

[Seite 432] barbarischen Sinnes, Or. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

βαρβᾰρόφρων: ὁ, ἡ, (φρήν) ὁ βαρβαρικὰ φρονῶν, ὁ νοῦν ἔχων βαρβαρικόν, Χρήσ. Σιβυλ. 1. 342, κλπ.

Spanish (DGE)

(βαρβᾰρόφρων) -ονος
de bárbara mentalidad β. σθεναρὸς πολυαίματος Orac.Sib.5.96, cf. 1.342.

Greek Monolingual

βαρβαρόφρων, ο, η (AM)
αυτός που έχει βάρβαρο φρόνημα.