βαρυηκοέω

English (LSJ)

to be hard of hearing, Hp.Morb.2.4.

Spanish (DGE)

ser duro de oído Hp.Morb.2.4.

German (Pape)

[Seite 434] schwer hören, Hippocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυηκοέω βαρυήκοος hardhorend zijn.

Greek Monolingual

βαρυηκοῶ (βαρυηκοέω) (Α) βαρυήκοος
βαριακούω, ακούω με δυσκολία.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυηκοέω: βαρέως, δυσκόλως ἀκούω, Ἱππ. 462 (Littr é 7. 10)· - οὐσιαστ. βαρῠηκοΐα, ἡ, δυσκολία περὶ τὴν ἀκοήν, δυσηκοΐα, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247.