βαρυκέφαλος

English (LSJ)

βαρυκέφαλον,
A large-headed or heavy-headed, of dogs, Arr.Cyn.4.4.
II metaph., top-heavy, Vitr.3.3.5.

Spanish (DGE)

-ον
1 de perros de cabeza grande Arr.Cyn.4.4.
2 fig. de templos con columnas de gran capitel cf. lat. barycephalae aedes Vitr.3.3.5.

German (Pape)

[Seite 434] schwerköpfig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων βαρεῖαν τὴν κεφαλήν, βαρὺς τὸν νοῦν, χονδροκέφαλος, Ἰουστῖν. Μ.· -ὁ ἔχων μεγάλην κεφαλήν, ἐπὶ κυνῶν, Ἀρρ. Κυν. 4. 4. ΙΙ. μεταφ., ὁ βαρὺ ἔχων τὸ ἀνώτατον μέρος (ἐπὶ οἰκοδομημάτων), Βιτρούβ 3. 2.

Greek Monolingual

και βαριοκέφαλος και βαροκέφαλος, -η, -ο (Α βαρυκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει βαρύ, μεγάλο κεφάλι
νεοελλ.
1. (για δέντρο ή τη σκιά του) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο
2. εκείνος που δύσκολα αντιλαμβάνεται κάτι, ο αργόστροφος
3. ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης.