βαρύγυιος

English (LSJ)

βαρύγυιον, weighing down the limbs, wearisome, κέλευθα Opp.H.5.63; νοῦσος AP6.190.9 (Gaet.).

Spanish (DGE)

(βᾰρύγυιος) -ον
que fatiga los miembros, agotador νοῦσος AP 6.190.9 (Gaet.), κέλευθα Opp.H.5.63.

German (Pape)

[Seite 433] gliederbeschwerend, -lähmend, νοῦσος Gaetul. 3 (VI, 190); κέλευθα Opp. Hal. 5, 63.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui alourdit les membres, fatigant, accablant.
Étymologie: βαρύς, γυῖον.

Russian (Dvoretsky)

βαρύγυιος: сковывающий члены, лишающий сил, изнурительный (νοῦσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγυιος: -ον, ὁ βάρος προξενῶν εἰς τὰ μέλη, κοπιαστικός, κέλευθα Ὀππ. Ἁλ. 5. 63· νοῦσος Ἀνθ. ΙΙ. 6. 190.

Greek Monolingual

βαρύγυιος, -ον (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος, κοπιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γυίον στον πληθ. «τα μέλη του σώματος»].

Greek Monotonic

βᾰρύγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που προκαλεί βάρος στα μέλη του σώματος, κοπιαστικός, εξοντωτικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

γυῖον
weighing down the limbs, wearisome, Anth.