εξοντωτικός
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
-ή, -ό εξόντωση
1. αυτός που αποβλέπει ή συντελεί στην εξόντωση, καταστρεπτικός («εξοντωτικός συναγωνισμός»)
2. εκείνος που επιτυγχάνει την εξόντωση.